- ἡγεμονεύει
- ἡγεμονεύωlead the waypres ind mp 2nd sgἡγεμονεύωlead the waypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek
ANGUILLA — Hebr. Gap desc: Hebrew, pinnas habet, squamis tamen caret, unde immunda olim ex lege, Levitic. c. 11. v. 9, 10. Vide Bechart. Hieroz. Part. prior. l. 1. c. 6. Non aliorum piscium, quam Anguillarum, et quidem fluviatilium, non lacustrium, in L.… … Hofmann J. Lexicon universale
ONAGER — I. ONAGER Hebr. arod, a voce dicitur, quae Latine reditus, et Pere, a cursu: quem, cum vulgaris asinus sit tarditatis indomitae, describit Oppian. l. 3. Cyneget. v. 182. Κραιπνὸν, ἀελλοπόδην, κρατερώνυχον, ὀξύτατον θεῖν. Velocem rapidum, validis… … Hofmann J. Lexicon universale
ηγεμονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ηγεμονικού, τού ικανού να ηγεμονεύει 2. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοδωρία που ταιριάζει σε ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμονικός. Η λ., στον λόγιο τ. ηγεμονικότης, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
ηγεμονεύω — ηγεμόνευσα 1. είμαι ηγεμόνας, βασιλεύω: Στην Αγγλία ηγεμονεύει ο βασιλικός οίκος των Πλανταγενέ. 2. κυριαρχώ, έχω πρωταρχική σημασία: Στη συζήτηση ηγεμόνευσε τελικά η σωφροσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)